1 απογεισοω
(ὀφρύσι ἀπογεισῶσαι τὰ ὑπὲρ τῶν ὀμμάτων Xen.)
Древнегреческо-русский словарь > απογεισοω
2 απογεισσοω
Древнегреческо-русский словарь > απογεισσοω